- ανάβλυσμα
- το [αναβλύζω]ανάβλυση, ανάβρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάβρα — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 1.169 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ταμασίου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 583 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγιάς … Dictionary of Greek
αναβλύζω — (Α ἀναβλύζω) (για υγρά) αναπηδώ ορμητικά, ξεπετάγομαι, ξεχύνομαι αρχ. εκτοξεύω, εξακοντίζω υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ * + βλύζω. ΠΑΡ. ανάβλυση ( ις) νεοελλ. ανάβλυσμα] … Dictionary of Greek